- Αλάριχος
- Όνομα δύο βασιλιάδων των Βησιγότθων.
1. Α. Α’ (Πεύκη, Δέλτα του Δούναβη 370 – Κοσέντσα, Ιταλία, 410). Βασιλιάς των Βησιγότθων (395-410). Αρχηγός στρατιάς Βησιγότθων, μισθοφόρων του ρωμαϊκού κράτους, προσπάθησε μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου (395) να επωφεληθεί από τις διχόνοιες των διαδόχων του, Αρκαδίου και Ονώριου, ερήμωσε την Πανονία και τη Θράκη, λεηλάτησε την Ελλάδα φτάνοντας έως τη Σπάρτη –μόνο την Αθήνα δεν κατέστρεψε– και μέσω της Αιτωλίας έφτασε στην Ήπειρο, όπου έλαβε από την Κωνσταντινούπολη τον τίτλο του στρατηγού του Ιλλυρικού (Magister militum per Illyricum). Τo 401 εισέβαλε στην Ιταλία, νικήθηκε όμως στην Πολεντία (402) και στη Βερόνα από τον Στηλίχωνα και επέστρεψε στο Ιλλυρικό. Το 408, όταν πέθανε ο Στηλίχων, ξαναγύρισε στην Ιταλία, λεηλάτησε (Αύγουστος 410) τη Ρώμη (ο Ονώριος είχε καταφύγει στη Ραβένα) και κατευθύνθηκε προς τη νότια Ιταλία, για να περάσει έπειτα στη Σικελία και στην Αφρική. Πέθανε όμως ξαφνικά. Τον έθαψαν μαζί με τους θησαυρούς του κάτω από το ρεύμα του ποταμού Μπουσέντο, που είχε αλλάξει προσωρινά κατεύθυνση για να μην μπορεί κανείς εχθρός του να ανακαλύψει και να παραβιάσει τον τάφο του.
2. Α. Β’ (484 – 507). Βασιλιάς των Βησιγότθων, γιος του βασιλιά Ευρίχου και της Ραγναχίλδης. Προσπάθησε να συμφιλιώσει τους αρειανούς ομοφύλους του με τους καθολικούς Ρωμαίους υπηκόους του. Ήρθε σε προστριβές με το βασίλειο των Φράγκων που κατέληξαν στη μάχη του Βουγκλέ, στην οποία ο Α. σκοτώθηκε από το ίδιο το χέρι του βασιλιά των αντιπάλων του Χλοδοβίκου. Από τα σημαντικότερα έργα της βασιλείας του υπήρξε μια επιτομή ρωμαϊκών νόμων, η Σύνοψη του Α. (Βreviarium Alarici), που εκδόθηκε το 506 στα λατινικά, για τους Ρωμαίους υπηκόους του.
Ανάγλυφη παράσταση που εικονίζει τον Αλάριχο Α’.
Dictionary of Greek. 2013.